- χοροπήδημα
- το прыжок, скачок; подпрыгивание, подскакивание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χοροπήδημα — το, Ν [χοροπηδώ] ζωηρό ή ρυθμικό πήδημα, ιδίως από χαρά … Dictionary of Greek
χοροπήδημα — το, ατος ζωηρό πήδημα, ρυθμικό πήδημα: Κοντεύουν να ρίξουν το πάτωμα με τα χοροπηδήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαλλισμός — ο (Α βαλλισμός) [βαλλίζω] νεοελλ. σύνδρομο κατά το οποίο ο ασθενής κάνει ακούσιες σπασμωδικές κινήσεις αρχ. το χοροπήδημα … Dictionary of Greek
χοροπηδητικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χοροπήδημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοροπηδώ. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek